-
1 περικλείω
περικλείω, [dialect] Ion. [suff] περι-κληΐω, old [dialect] Att. [suff] περι-κλήω, ( κλείω (A), κλείς)A shut in all round, enclose,ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος Hdt.3.117
, cf. 7.129, 198 ;ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν Th.2.90
: abs.,περικλειούσης θαλάττης Ph.2.544
:—[voice] Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—[voice] Pass.,ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Id.2.100
.II metaph., in [voice] Pass., to be confined, reduced,εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους D.S.16.35
;εἰς ἀνενεργησίαν S.E.M.11.162
, cf. POxy.1666.12 (iii A.D.):— later in [voice] Act., limit,εἰς τρία τὴν πραγματείαν Steph.in Hp.1.179
; ἐπεὶ δέ με ὁ χρόνος περιέκλειε τὸ τέλος ἐπάγων Vett. Val.354.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλείω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий